ἐδίωκε

ἐδίωκε
διώκω
cause to run
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διώκω — και διώχνω και διώχτω (AM διώκω) 1. (για κυνήγι, πόλεμο κ.λπ.) καταδιώκω, κυνηγώ με σκοπό να συλλάβω κάποιον 2. διατυπώνω επίσημα καταγγελία εναντίον κάποιου και κινώ τη διαδικασία να προσαχθεί σε δίκη 3. αποδιώχνω, εκτοπίζω 4. φρ. «ήρθαν τ άγρια …   Dictionary of Greek

  • κατωμοσία — κατωμοσία, ιων. τ. κατωμοσίη, ἡ (Α) [κατώμοτος] η ένορκη κατηγορία («μετὰ τὴν κατωμοσίην ἐδίωκε ἀνασῴζων ἐκεῑνο τὸ ἔπος», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • υπεκφέρω — Α 1. μεταφέρω λίγο προς τα έξω 2. απομακρύνω κρυφά κάποιον ή κάτι, ώστε να είναι εκτός κινδύνου («φίλον υἱὸν ὑπεξέφερεν πολέμοιο», Ομ. Ιλ.) 3. (γενικά) αποσύρω, απομακρύνω 4. υπομένω 5. περιορίζω ανεπαίσθητα 6. (αμτβ.) προηγούμαι, προπορεύομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”